- χουμώ
- και χουμάω Νβλ. χυμώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χυμώ — (I) όω, Α [χυμός] 1. προσδίδω γεύση σε κάτι 2. παθ. χυμοῡμαι, όομαι μετατρέπομαι σε χυμό. (II) και χουμώ και χιμώ, άω, και χυμίζω και χιμίζω και χοιμίζω και χουμίζω, Ν ορμώ, εφορμώ, ξεχύνομαι, επιτίθεμαι με ορμή εναντίον κάποιου (α. «σαν… … Dictionary of Greek